«Όποιος δεν είναι μερακλής

του πρέπει να πεθάνει

γιατί σε τούτον τον ντουνιά

άδικο τόπο πιάνει»

 

Έχω γράψει πολλές φορές και δεν θα βαρεθώ να το επαναλαμβάνω, πως την ιστορία ενός τόπου, την έχουν γράψει με την παρουσία τους, με τα έργα τους, με το ταλέντο ή τις γνώσεις τους, αλλά και με τα καμώματά τους, οι άνθρωποι που έζησαν και έδρασαν στον τόπο αυτόν. Σήμερα η σελίδα μου θ’ ασχοληθεί με «τον βίο και την πολιτεία» ενός πληθωρικού άντρα. Ενός γλεντζέ. Ενός ανθρώπου με μεγάλη καρδιά και αγάπη αστείρευτη για την ζωή, για την καλοπέραση, όχι όμως αποκλειστικά την δική του ευχαρίστηση και καλοπέραση, αλλά όλων των συνανθρώπων του και προπαντός αυτών που τον περιστοίχιζαν. Το όνομά του ήταν Θεόφραστος Γ. Κακάμπουρας. Όμως οι πάντες τον ήξεραν σαν Σάββαρο, γιατί ένας πρόγονός του ονόματι Σάββας ήταν γιγαντόσωμος, ήταν δηλαδή Σάββαρος. Παρακάτω, στην ώρα τους, θα εξαντλήσουμε γιατί λεγόταν και Θείος, καθώς και Βυζαντινός.

 

Γεννήθηκε στον Πολιχνίτο στις αρχές του έτους 1897. Ήταν το μικρότερο παιδί μιας αγροτικής οικογένειας, που είχε άλλα τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Όταν τελείωσε το Σχολείο, τον πήρε το πατέρας του στις αγροτικές δουλειές. Αλλά ο Θεόφραστος γρήγορα κατάλαβε ότι δεν ήταν γεννημένος για ξωμάχος της γης. Κασμάδες, δέμπλες, δρεπάνια, αλέτρια και όλα τα «ευγενή» εργαλεία της αγροτιάς, δεν του ταίριαζαν και δεν ήθελε ούτε να τα βλέπει. Ξεσηκώνεται λοιπόν και φεύγει στη Μικρασία και πηγαίνει στην Προύσα, όπου ήδη είχαν εγκατασταθεί και εργαζόντουσαν δυο μεγαλύτερα αδέλφια του. Πριν απ’ τον μεγάλο διωγμό και την καταστροφή του Ελληνισμού της Μικρασίας, ξαναεπιστρέφει στον Πολιχνίτο και ασχολείται με διάφορες δουλειές. Το 1925 παντρεύεται με την κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερή του Μαριγώ Γ. Πιττού, με την οποία αποκτά δυο παιδιά: την Αγγελική (σύζυγο Ε. Καρακάση - 1926) και τον Γεώργιο (1927). Η γυναίκα του όμως αυτή απεβίωσε το 1930, οπότε ξαναπαντρεύτηκε στις αρχές του 1932, με την Αγγελούδα Γ. Θεοδωρή. Τον ίδιο χρόνο απέκτησε τα δίδυμα παιδιά του, τον Ευστράτιο και την Μαρία (συζ. Παν. Παπαδημητρίου) και ακολούθησαν ο Σταμάτιος το 1935, ο Δημήτριος το 1941 και ο Χριστόφας το 1949. Με λίγα λόγια, γράφει στο ενεργητικό του δυο γάμους και εφτά τέκνα.

 

Καπάτσος και «νταραβερτζής», όπως ήταν, ταυτόχρονα όμως κοσμαγάπητος, εργατικός και πανέξυπνος, κάτω απ’ το βάρος των αναγκών της πολυμελούς φαμίλιας του, καταλήγει να χτίσει ένα μεγάλο μαγαζί στην αυλή του σπιτιού (απ’ την πρώτη γυναίκα), με φάτσα στον δρόμο. Στην απάνω αγορά. Το μαγαζί αυτό το δουλεύει ο ίδιος σαν ταβέρνα. Ήταν η «λουκάντα του Σάββαρου». Ενώ την παράπλευρη αυλόπορτα του ίδιου σπιτιού την χρησιμοποιεί επίσης ο ίδιος σαν χασάπικο.

 

Η επιβλητική προσωπικότητά του, η μεγάλη του καρδιά, ο ευέλικτος νους και η καθημερινή χαρούμενη διάθεσή του, γεμίζουν την απάνω αγορά. Φάρσες, αστεία, πειράγματα, που δεν πονούσαν τον πειραζόμενο συνάνθρωπο, αλλά και αγαθοεργίες, συνθέτουν την καθημερινότητά του. Είναι ο άνθρωπος που ενώ πέρασε δοκιμασίες, έζησε τις ανέχειες που αντιμετώπιζαν όλοι οι άνθρωποι τα δύσκολα εκείνα χρόνια, σήκωνε το βάρος και τις υποχρεώσεις μιας μεγάλης φαμελιάς, παρ’ όλα τούτα το ποτήρι της ζωής του το έβλεπε πάντα μισογεμάτο.

 

Όλοι, μα όλοι οι τύποι του χωριού –και υπήρχαν τότε πάρα πολλοί- είχαν σημείο αναφοράς την λουκάντα του Σάββαρου. Αφού δεχόντουσαν το πείραγμά του, γέμιζαν και το άδειο στομάχι τους με την προσφορά μιας μεγάλης μερίδας καλομαγειρεμένου φαγητού.

 

Περνούσε ο «Μαμαμάγκας» (Γ. Χατζηελευθερίου) με ένα λουλούδι στο αυτί και με την τραγιάσκα, που φορούσε στραβά. «Καλέ ναυτάκο πότε φεύγει το πλοίο;» φώναζε ο Θεόφραστος. Θύμωνε ο Μαμαμάγκας και έλεγε ακατάληπτες κουβέντες. Όμως μια φέτα ψωμί δυο πιθαμές, πάνω στην οποία υπήρχαν δυο-τρία κομμάτια κοκκινιστό κρέας, ηρέμιζε τα πνεύματα. Έτυχε μια φορά να περνώ, μικρό παιδί, και είδα μια κωμική σκηνή που ακόμα άμα την θυμηθώ, γελώ. Καθώς ο Μαμαμάγκας πετάχτηκε απ’ την Λουκάντα στο δρόμο, κρατώντας το ψωμί με το κρέας, με το δεξί του χέρι, φαίνεται πως έκαιγαν τα ζουμιά που έτρεχαν, και χωρίς να χάσει καιρό βγάζει με τ’ αριστερό του την τραγιάσκα του, που την είχε μεγάλη αξία, και «σγάφτει» μέσα της το έδεσμα, φοβούμενος μην το ζημιωθεί.

 

Όταν περνούσε του «Ρηνέλ(ι) του Μουχανούδ’» (Ειρήνη Φράγκου), φώναζε στον Σάββαρο: «Ε, μ’ είπεις μουχάνα, βρε κιαρατά, μι φοβάσει, ξέρ’ς π’ θα σι σπάσου του τσιφάλ(ι)ς». «ΟΧΙ» έλεγε από μέσα απ’ την λουκάντα ο θείος. «Εγώ σε λέγω κυρία Ειρήνη Φράγκου». «Φράγκους είσει τσι φαίνισει βρε γρούν(ι) τσι συ, τσι γι γ(ι)ναίκας ‘γι….». Ένα πιάτο ζεστή, κοκκινιστή φασουλάδα με μπόλικη κόκκινη πιπεριά όμως, ειρήνευε τα’ Ρηνέλ(ι)ς το πνεύμα.

 

Ο Τουρκουμιχαγίλους (Γεώργιος Κωνσταντινίδης), του οποίου ο «μύλος» άλεθε όλου του κόσμου τα γεννήματα, περνούσε κάθε μέρα και είχε την ειδικότητα να καθαρίζει όλα τα μπαγιάτικα. Στα κατοικίδια δεν πετιόταν ούτε «μπουκουνιά». Και το «Μπουμπλέλ(ι)» και το «Σεβαστάρ’) και άλλοι πολλοί, με ευχαρίστηση περνούσαν για να πάρουν το πείραγμά τους.

 

Ο Θεόφραστος ήξερε όλους τους ανήμπορους και τους ανθρώπους που υπέφεραν οικονομικά και προπαντός κάποιους που ήταν εθισμένοι στο πιοτό και δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν για να πιούν ή να φάγουν. Με τον δικό του τρόπο, χωρίς να τον παίρνει κανείς χαμπάρι, τους τάιζε και τους πότιζε δωρεάν. Μοιραζόταν το ψωμί του με τον συνάνθρωπό του και γι’ αυτό ίσως αυτό δεν του έλειψε ποτέ.

 

Ήταν «καλός και αγαθός» κατά το αρχαιοελληνικό πρότυπο. Πίστευε πως μόνο ο χρυσός και το χρήμα δεν είναι ευτυχία. Έζησε ζωή με αρχές, προσφορά, ήθος και ολιγάρκεια. Μέτρο δεν είχε μόνο στα γλέντια, στις καλές παρέες, στ’ αστεία, στα γέλια, στην αισιοδοξία και στη δική του πίστη προς τον Θεό. Όλοι οι λάτρεις της καλής παρέας και της διασκέδασης ήταν φίλοι και πελάτες του. Δεν θα τους απαριθμήσω, για να μην ξεχάσω κάποιους.

 

Σε κάποιες εθνικές εκλογές μεταπολεμικά, ένας υποψήφιος βουλευτής κάποιου αστικού κόμματος, πέρασε από τον Πολιχνίτο. Τυχαίως μπήκε στην λουκάντα. Είδε την ωραία σκηνή, που όλοι οι πελάτες τρωγόπιναν σαν μια παρέα, κάθισε κι αυτός, έβγαλε έναν δεκάρικο πολιτικό λόγο, κέρασε, ξανακέρασε και φεύγοντας άφησε εντολή στον Θεόφραστο να ενεργήσει προεκλογικά σαν πληρεξούσιός του.  Ο θείος που διεκήρυσσε ότι ανήκει μόνο στο κόμμα των Βαρελοφρόνων και σε κανένα άλλο, δέχτηκε μεν την ανάθεση των καθηκόντων του κομματάρχη, αλλά δεν άργησε να ξεχάσει την ανάθεση αυτήν. Την ημέρα των εκλογών λαμβάνει ο θείος ένα τηλεγράφημα απ’ την Μυτιλήνη, απ’ τον υποψήφιο Βουλευτή, με το οποίο ρωτούσε να μάθει πώς πηγαίνει το εκλογικό του ρεύμα στον Πολιχνίτο. «Θρίαμβος» απαντά ο θείος με δικό του τηλεγράφημα. Υπόψη ότι, τα τηλεφωνήματα τότε ήταν δύσκολη υπόθεση, ενώ το τηλεγράφημα το πηγαινοέφερνε ο κλητήρας των Τ.Τ.Τ. Και ώ του θαύματος! Το βράδυ, που άνοιξαν οι κάλπες, δεν βρέθηκε ούτε ένα ψηφοδέλτιο με σταυρό του υποψηφίου βουλευτή, ο οποίος δεν ξαναπάτησε στο χωριό μας.

 

Τα χρόνια, μετά την απελευθέρωση απ’ τους Γερμανούς, ήταν η περίοδος της έκρυθμης κατάστασης, που δυστυχώς πέρασε η χώρα μας, καθώς και ο Πολιχνίτος. Ένας Ταγλής, Τσαμπί τον φώναζαν, χτίστης, χρυσός άνθρωπος, εργατικός και καλός νοικοκύρης, είχε το «κουσούρι» να πίνει τα ρακιά του κάθε βράδυ και μόνο έτσι ξεκουραζόταν απ’ την ολοήμερη βιοπάλη. Πηγαίνοντας στο σπίτι του μια βραδιά, πέφτει πάνω σε μια παρέα Χιτών. «Τι κόμμα είσε ρε» τον ρωτούν. «Κουκουέ» απαντά και χωρίς να το καλοκαταλάβει τον ξυλοφορτώνουν μεσ’ το σκοτάδι. Ύστερα από λίγες βραδιές στον ίδιο τόπο ξαναδέχεται την ίδια ερώτηση. «Αντίδρασ’» φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη και δέχεται και πάλι καινούργιο «μπερντάχι» απ’ τους Κουκουέδες αυτή την φορά. «Να λες των βαρελοφρόνων, βρε» τον συμβουλεύει ο Θεόφραστος «για να μην τις τρως». Και όντως, δεν άργησε να ξαναπέσει το Τσαμπί, σε καινούργιο μπλόκο, οπότε προτού τον ρωτήσουν τι κόμμα είναι, καλύπτοντας το κεφάλι του με τα χέρια του, για να το προφυλάξει, πατεί τις φωνές: «Σάββαρους, Σάββαρους, βρε πιδιά, μι τα βαρέλια τ’ είμι» και πάει αβρόντηχτος στο σπίτι του αυτή τη φορά.

 

Πόσα ανέκδοτα και πόσα ρητά του δεν έχουν μείνει πίσω του, που θα θυμίζουν την μοναδική προσωπικότητά του; Έλεγε: «Πίνοντας άνθρωπε ρακί, ένα μόνο θυμήσου/το χώμα χρήμα δε ζητά, μονάχα το κορμί σου». Κι «ένας μπεκρής καθότανε επάνω στα βαρέλια και παρεκάλει τον Θεό μην ξεραθούν τ’ αμπέλια».

Ούζο=Ού ζω = αν δεν το πιώ, δεν ζω.

Εις υγείαν παιδιά μου, ποτέ να μην τελειώνει. Στην άμμο και στην πέτρα να φυτρώνει/τον οργανισμό τονώνει/τα νεύρα δυναμώνει, κουράγιο κι ευθυμία στον άνθρωπο φορτώνει.

Το πρώτο φέρνει όρεξη, το δεύτερο υγεία, το τρίτο και το τέταρτο χαρά και ευτυχία, το πέμπτ’ έχει συζήτηση, το έκτο φασαρία, το έβδομ’ έχει συμπλοκή, τ’ όγδοο αστυνομία, το ένατο και δέκατο παντόφλα και σανίδα απ’ την «καλή» συμβία.

 

Image removed.

 

Παιζόταν την δεκαετία του 50 στο κινηματοθέατρο ΟΑΣΗ το έργο «Έλα στο θείο». Ο Θεόφραστος κοτσάρει την καπαρντίνα του και την ρεπούμπλικά του και μια και δυο σκαλώνει πάνω στην σκηνή της ΟΑΣΗΣ και εμφανίζει μια κωμική, δικής του έμπνευσης, παράσταση. Ο κόσμος απ’ τα γέλια «κάνει καμτσέλες», όπως λέμε στο χωριό μας. Η Μαρίτσα η κόρη του όμως, μου είπε προ ημερών ότι, «Ο κόσμος γελούσε και χειροκροτούσε αλλά εμείς που ήμασταν τότε «στο παρό», πήγαμε στο σπίτι και κλαίγαμε, με τα καμώματά του, γιατί δεν είχαμε τότε το μυαλό να καταλάβουμε τι ψυχικό παράδεισο διέθετε ο αείμνηστος πατέρας μας». Ε! δεν χρειάζεται νομίζω, ότι πρέπει να σας εξηγήσω γιατί του έμεινε το παρατσούκλι «Θείος».

 

Την δεκαετία του 50, Ειρηνοδίκης Πολιχνίτου ήταν ένας άξιος και μορφωμένος Δικαστικός, ο οποίος είχε μπει στο πετσί αλλά και στην ψυχή των Πολιχνιατών και για την ευστροφία και για την δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης. Θυμάμαι, όταν ήμουν υπάλληλος στον Δήμο, και συμβουλευόμαστε την ΕΝΟΤΑ (Ενημερωμένη Νομοθεσία Οργανισμών Τοπικής Αυτ/σεως) για να καταρτίσουμε σύννομες αποφάσεις των Οργάνων του Δήμου, ότι πολλές φορές είχα βρει αποφάσεις του Ειρηνοδίκη αυτού (Βασίλειος Κοντόπουλος, λεγόταν), που επειδή ήταν τόσο νομικά τεκμηριωμένες, αποτελούσαν νομολογία, πάνω στην οποία μπορούσες να στηριχθείς. Λοιπόν, για να μην πολυλογώ, ο Ειρηνοδίκης αυτός ήταν ένας ενεργός πολίτης, μερακλής, γλεντζές και τακτικός θαμώνας της Λουκάντας του Σάββαρου. Διασκέδαζε με την καρδιά του και έφθανε πάντοτε στα επιτρεπτά όρια, για να μην θιγεί ποτέ το κύρος της θέσης του. Μια βραδιά, λοιπόν, ευφορίας, κεφιού και ευφροσύνης, λέγει στον Θεόφραστο: «Αυτά τα συμπόσια και αυτήν την καλοπέραση, που προσφέρεις στο μαγαζί σου, μόνο στο αρχαίο Βυζάντιο απελάμβαναν οι τυχεροί των ομηγύρεων, γι’ αυτό σ’ αξίζει να σε φωνάζουμε «Βυζαντινό». Έγινε λοιπόν από τότε και «Βυζαντινός» ο «Θείος».

 

Πάντως, όσο τιμούσε το όνομα του μαθητή του Αριστοτέλη, του Λέσβιου Θεόφραστου, τόσο του άρεσε να τον προσφωνούν και με τα προσεπώνυμά του.

 

Ο υπογράφων τούτο το βιογραφικό, που ήμουν συμπαθέστατος στον αείμνηστο «Θείο» και είχα την ευλογία να πιώ αρκετές φορές πιοτά μαζί του, παρά την μεγάλη ηλικιακή διαφορά μας, κλείνοντας με την ευχή «να είναι αιώνια η μνήμη του», παραθέτω και ένα χωρίο από την Β’ προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, που περιγράφει την ζωή των Αποστόλων του Χριστού και λέγει για Αυτούς ότι: «ς λυπούμενοι εδχαίροντες, ς πτωχοπολλος δπλουτίζοντες, ς μηδν χοντες καπάντα κατέχοντες». Το απόσπασμα αυτό το αφιερώνω στη μνήμη του μερακλή, γλεντζέ, ολιγαρκή και ελεήμονα Θεόφραστου Γ. Κακάμπουρα, ο οποίος επίσης έζησε «ως λυπούμενος, αεί δε χαίρων, ως πτωχός, πολλούς δε πλουτίζων και ως μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων».

 

Ο «Θείος» Θεόφραστος απεβίωσε στον Πολιχνίτο την 1/2/1971. Τον μεταφέραμε στην τελευταία του κατοικία στην «Καλημέρα», με το αγροτικό αυτοκίνητο του πρώην κουνιάδου του Στρατή Γεωργίου Πιττού, ήταν βλέπετε αρκετά βαρύς και δεν είχε τότε Κώστα Ταξείδη και νεκροφόρα ο Πολιχνίτος. Κατά τον ενταφιασμό του, αφού τελείωσε ο παπάς τις ευχές της εκκλησίας, ένας απ’ τους καλύτερους φίλους του, σαλτάρισε και σηκώνοντας το καπάκι του φέρετρου, τοποθέτησε μέσα σ’ αυτό, ένα μισοκαλήκι μπουκάλι λεσβιακού ούζου.

 

ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ

• Λουκάντα = Η λέξη προέρχεται από τον Λούκουλο, τον καλοφαγά αυτοκράτορα και είναι το σημερινό «φαγάδικο».

• Αντίδραση = Ήταν το δεξιό κόμμα της έκρυθμης περιόδου, ενώ Χίτες ήταν οι ακροδεξιοί οπαδοί της οργάνωσης Χί, την δεκαετία του 40.

• Καλημέρα = Λέγεται η περιοχή του χωριού μας, όπου βρίσκεται το Κοιμητήριό μας.

• Ήταν στο παρό = Ήταν σε ηλικία γάμου.